- ξαφριστήρι
- το шумовка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαφριστήρι — το ο ξαφριστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαφρίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
ξαφριστήρι — το εργαλείο της κουζίνας με το οποίο αφαιρείται ο αφρός του φαγητού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαφριστήρας — και εξαφριστής, ο και ξαφριστήρι, το [εξαφρίζω] ειδική κουτάλα με τρύπες για την εξάφριση … Dictionary of Greek
κεψές — και κεπτσές, ο τρυπητή κουτάλα ξαφρίσματος τού φαγητού, ξαφριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kepce] … Dictionary of Greek
κεψές — ο (λ. τουρκ.), τρυπητή χουλιάρα, ξαφριστήρι: Ξαφρίσαμε το κρέας με τον κεψέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)